ανάλατος

ανάλατος
η , ο
1) несолёный, непосоленный; недосоленный; пресный, безвкусный; 2) неинтересный; серый; 3) неприятный, противный (о человеке); 4) плоский, пошлый;

ανάλατа αστεία — плоские шутки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανάλατος" в других словарях:

  • ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… …   Dictionary of Greek

  • ανάλατος — η, ο 1. ο μη αλατισμένος: Το φαΐ είναι ανάλατο. 2. άνοστος, ανούσιος, αηδής: Τα αστεία του είναι ανάλατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άναλος — η, ο (Α ἄναλος, ον) [ἅλς] αυτός που δεν περιέχει αλάτι, ανάλατος, αναλάτιστος νεοελλ. αυτός που δεν έχει χάρη ή νοστιμιά, άχαρος, «ανάλατος» …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Σώστης — I Ναός βυζαντινού ρυθμού στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, στη θέση Ανάλατος (λεωφόρος Συγγρού) κοντά στην Αθήνα. Ο ναός χτίστηκε στη μνήμη της σωτηρίας του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της κόρης του Μαρίας, μετά τη δολοφονική απόπειρα που έγινε… …   Dictionary of Greek

  • άναλμος — ἄναλμος, ον (Α) [ἅλμη] αυτός που δεν περιέχει αλάτι, ο ανάλατος …   Dictionary of Greek

  • άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ανάλιστος — η, ο (Α ἀνάλιστος, ον) αναλάτιστος, ανάλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἁλιστός (< ἁλίζω) «αλατιστός»] …   Dictionary of Greek

  • αναλάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν αλατίστηκε, ο ανάλατος 2. (για ζώα) αυτός που δεν έφαγε αλάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλάτιστος < αλατιστός. Η σημασία τής στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • αναλατιά — η [ανάλατος] 1. έλλειψη αλατιού σε φαγητό 2. έλλειψη νοστιμάδας ή χάρης στα λόγια, ανοησία, αηδία …   Dictionary of Greek

  • ανοστανάλατος — η, ο άνοστος και ανάλατος, σαχλός …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»